βασανίζοντας

βασανίζοντας
βασανίζω
rub upon the touch-stone
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαδισμός — ο (λ. γαλλ.) 1. το να βρίσκει κάποιος ηδονή βασανίζοντας άλλους. 2. σεξουαλική διαστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”